Σοκάρουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για τη φτώχεια που μαστίζει τη χώρα μας. Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, περισσότεροι από 6,5 εκατομμύρια Έλληνες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ή με τεράστιες στερήσεις.
Συγκεκριμένα, οι Έλληνες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας είναι 2.535.700, οι οποίοι ζουν με λιγότερα από 5.708 ευρώ το χρόνο τα μονομελή νοικοκυριά και με λιγότερα από 11.986 ευρώ το χρόνο οι τετραμελείς οικογένειες. Μάλιστα το 50% των φτωχών έχουν εισόδημα χαμηλότερο από 4.000 ευρώ τον χρόνο.
Σε κίνδυνο φτώχειας όμως ή σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκονται άλλοι 3.795.100 Έλληνες.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσα σε 3 χρόνια (2010-2013) οι Έλληνες έχασαν το 30% του εισοδήματος τους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συρρίκνωση μεταπολεμικά στις χώρες του ΟΟΣΑ, λόγω της βαθιάς ύφεσης, των περικοπών και των απολύσεων. Από το 2009 έως το 2013 χάθηκαν 904.200 θέσεις εργασίας και ο ένας στους πέντε ανέργου� � ψάχνει για δουλειά εδώ και μια τετραετία.
Είναι ενδεικτικό πως πάνω από 1.250.000 άτομα έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω των 4.000 ευρώ ετησίως, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (χωρίς δουλειά για πάνω α πό 12 μήνες) αυξήθηκαν από 185,5 χιλιάδες άτομα το 2008 σε 955,6 χιλιάδες το 2013.
Το 34,6% του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία του 2012, σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκονται 3.795.100 άτομα ή το 34,6% του συνολικού πληθυσμού. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με εξαίρεση τη Βουλγαρία (49,3%), τη Ρουμαν� �α (41,7%) και τη Λετονία (36,6%). Διατυπώνεται δε η εκτίμηση πως από το 2010 έως το 2012 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις της φτώχειας σε απόλυτους όρους.
Ανεργία
Πιο αναλυτικά, ο πληθυσμός που ζει σε νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά τον χρόνο ανέρχεται σε 1.010.900 άτομα ή σε 16,1% του πληθυσμού η λικίας 18-59 ετών, ενώ το 2011 και το 2010 ήταν 837.300 και 544.800 άτομα αντίστοιχα.
Ομάδες υψηλού κινδύνου φτώχειας κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι κυρίως οι άνεργοι (για τους οποίους στην έρευνα του 2012 το ποσοστό σχετικής φτώχειας φθάνει το 45,8%) και ιδίως οι άνεργοι άνδρες (ποσοστό φτώχειας 52,1%, έναντι 38,5% στην έρευνα του 2010), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί (66,0% έναντι 33,4%), τα πολυμελή νοικοκυριά με δύο ενηλίκους κ αι τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά (36,8% έναντι 26,7%), οι μη οικονομικά ενεργοί εκτός των συνταξιούχων (νοικοκυρές κ.λπ., 32,9% έναντι 27,6%), τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία (29,6% έναντι 27,2%), αλλά και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (26,9% έναντι 23,0%) και κυρίως τα παιδιά των μεταναστών (44,4% έναντι 46,4%). Ωστόσο, τα τελευταία έτη στην Ελλάδα η φτώχεια φαίνεται να μετατοπίζεται ταχύτατα από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, αλλά και προς τους νέους εργαζομένους και κυρίως τους ανέργους.
Εκτίμηση
Εκτιμάται δε ότι το τρέχον έτος οι αποδοχές θα περιοριστούν περαιτέρω κατά 1,5% μετά τη συρρίκνωσή τους κατά 6,6% το 2012 και 7,4% πέρυσι.
Από την εξέταση των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της τρέχο υσας κρίσης παρατηρείται σημαντική αύξηση της «υλικής στέρησης» βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης, αδυναμία πληρωμής υφιστάμενων δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, χαμηλή/υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής).
Για παράδειγμα, το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στ ερείται τουλάχιστον τέσσερις από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της «υλικής στέρησης» ανέρχεται σε 19,5% το 2012, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 15,2% το 2011 και 11,6% το 2010.
Επιπλέον η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο τον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Προβόπουλος: Ζητά μείωση φορολογικών συντελεστών< /div>
Μείωση φορολογικών συντελεστών για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις αλλά και επίσπευση των μεταρρυθμίσεων ζητά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος. Μάλιστα στην ετήσια έκθεσή του υπογραμμίζει πως η αδυναμία αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται πρόσθετοι φόροι στους ήδη συνεπείς φορολογουμένους.
Επίσης κάνει λόγο για «τεχνητή υπερφορολόγηση» της ακίνητης περιουσίας λόγω της στρέβλωσης που προκαλούν οι υψηλές αντικειμενικές αξίες.
Για τις διαρθρωτικές αλλαγές σημειώνει πως δεν έχουμε δράσει στο απαιτούμενο εύρος και βάθος, ώστε να αποτελούν σταθερό τροφοδότη υγιούς ανάπτυξης. «Δυστυχώς στο μεταρρυθμιστικό πεδίο έχουν σημειωθεί διστακτικότητες, καθυστερήσεις και ατολμία», προσθέτει χαρακτηριστικά.
Ο κ. Προβόπουλος αναγνωρίζει πως έγιναν προσπάθειες και για την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, όμως, παρά τα απτά βήματα προόδου, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η επιθυμητή πρόοδος στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.
Ετσι «επιβάλλονται κατά καιρούς αυξήσεις φόρων, οι οποίες επιβαρύνουν τους ήδη συνεπείς φορολογουμένους».
Γι' αυτό και ζητά να υπάρξει σταθερό φορολογικό πλαίσιο με σαφή προσανατολισμό προς τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων.
Πηγή: http://www.eglimatikotita.gr/